εκκολαπτήριο(ν)

εκκολαπτήριο(ν)
το инкубатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκκολαπτήριο(ν)" в других словарях:

  • εκκολαπτήριο — το 1. μηχάνημα για εκκόλαψη αβγών 2. τόπος όπου γίνεται η εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • εκκολαπτήριο — το 1. το μέρος όπου γίνεται η εκκόλαψη (βλ. λ.) ψαριών ή πτηνών. 2. μηχανή εκκόλαψης πτηνών, εκκολαπτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • επωαστήρας — ο 1. ειδικά διασκευασμένος χώρος όπου η κότα κλωσά τα αβγά της, φωλιά, κλωσοφωλιά. 2. συσκευή που θερμαίνεται σταθερά, όπου τοποθετούνται τα αβγά που είναι για επώαση, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επωαστήριο — το 1. ο τόπος όπου γίνεται η επώαση, η φωλιά, η κλωσοφωλιά. 2. η επωαστική μηχανή, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»